Ἀγαθίᾳ

Ἀγαθίᾳ
Ἀγαθίᾱͅ , Ἀγαθίας
masc dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀγαθίας — Ἀγαθίᾱς , Ἀγαθίας masc acc pl Ἀγαθίᾱς , Ἀγαθίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγαθίαν — Ἀγαθίᾱν , Ἀγαθίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγαθίαο — Ἀγαθίᾱο , Ἀγαθίας masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατραγαθία — η, ΝΜΑ οι αρετές ή οι ένδοξες πράξεις τού πατέρα ή τών προγόνων («ἀνδραγαθίας, οὐ πατραγαθίας μισθοὺς και δωρεὰς δίδωμι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + αγαθία (< άγαθος < ἀγαθός), πρβλ. ανδρ αγαθία] …   Dictionary of Greek

  • Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

  • βούβρωστις — βούβρωστις, η (Α) 1. μεγάλη πείνα, βουλιμία 2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του… …   Dictionary of Greek

  • Λεόντιος ο Σχολαστικός — (6ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός νομομαθής, γνωστός και με το παρωνύμιο Μινώταυρος. Ασκούσε το επάγγελμα του σχολαστικού, δηλαδή παρείχε νομικές συμβουλές επ’ αμοιβή. Διακρίθηκε και ως επιγραμματοποιός. Σε αυτόν αποδίδονται είκοσι επιγράμματα, τα οποία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”